- οκταπόδης
- ὀκταπόδης, -ου, ὁ (Α)1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια2. αυτός που έχει οκτώ πόδια («ὀκταπόδης καρκίνος», Νικ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. επτα-πόδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκταπόδην — ὀκταπόδης eight feet long masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπόδῃ — ὀκταπόδης eight feet long masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek